Η πίκρα, η πέτρα, ο καημός και η βαθιά ερωτική «Δραπετσώνα»
Μπορεί τα ρομαντικά αποστάγματα της σύνθεσής του να έχουνε βαρεθεί να πρωταγωνιστούν στον έρωτα, η κοινωνικοπολιτική διάσταση της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη, όμως, ανεφάνη κι εις τους αιώνες των αιώνων θα μνημονεύεται σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών: την «Δραπετσώνα».
Αν μείνουμε στην αξία, τη διαχρονικότητα και τη σημασία της «Δραπετσώνας» χωρίς να υπεισέλθουμε στο παρελθόν του τραγουδιού, τότε η ιστορική ενδελέχεια που κρύβει πίσω θα περαστεί εσφαλμένα για γνώση.
Η ιστορία πίσω από τη μερακλωμένη ζεϊμπεκιά που ξεπετάγεται στην πρώτη πενιά εμπνεύστηκε από ένα ανθρώπινο δράμα. Το κλάμα των προσφύγων στην Δραπετσώνα, που άλλοτε πότιζε το γεράνι κι άλλοτε γρύλλιζε σαν ζώο αβοήθητο μπροστά στις μπουλντόζες που θα γκρεμίζανε τις παράγκες, μαζί με εκείνον τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης απέναντι σε ένα κράτος που ήθελε να τους εξοντώσει και να χτίσει επάνω στα όνειρά τους, φτιάξανε ένα τραγούδι κι ένα μικρό εγχειρίδιο ιστορίας εμποτισμένο με ατόφιες γνώσεις κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Τα βάσανα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του απάτριδος, του εργάτη, του φτωχού, του ανθρώπου που πασχίζει για μια ευκαιρία στη ζωή και προσπαθεί να κόψει το δικό του κομμάτι μοίρας στον ήλιο. Την ίδια ώρα η «Δραπετσώνα» συνδέεται με την παγκόσμια συντριβή. Η ανάπτυξη των οικοδομικών τετράγωνων, αφού πρώτα εξαφανίσει τις παράγκες, οικοδομεί το «σαχ» του άκρατου καπιταλισμού και γίνεται η αρχή των προβλημάτων για όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν.
Η «Δραπετσώνα» αποτελεί τον σύγχρονο θούριο της φτωχολογιάς, τον «εθνικό ύμνο» των φτωχών και των αδυνάτων, το ανεξάντλητο τέλμα του ταλαίπωρου ντουνιά που δεν βρίσκει απάγκιο να αγιάσει, και κατορθώνει κάθε φορά να σε ανατριχιάσει ως το μεδούλι. Φτάνει στην ανθρώπινη σάρκα με ένα τρυπάνι ανθρωπιάς και κάνει τις τρίχες που σηκώνονται ορθές με υπερχειλίζον ρίγος να υποκλιθούνε.
Είναι ο αψύς, ο μερακλωμένος σκοπός που, αν κι έχει κουραστεί να υπομένει, προβάλλει από το πουθενά μια σθεναρή αντίσταση στην ισοπέδωση των καιρών του. Η «Δραπετσώνα», «το σπιτάκι μας που είχε καρδιά» είναι η κυριολεκτική μεταφορά που ξεστρατίζει από τις τυπικές αναφορές των σχημάτων λόγου, δίνοντας -για πρώτη παράτολμη φορά- την ευκαιρία σε τέσσερις άψυχους τοίχους να ζωντανέψουν. Είναι το διαχρονικό «γεράνι» που γυρνάει επικηρυγμένο από μασχάλη σε μασχάλη αλλά δεν παύει να ελπίζει πως μια μέρα θα γίνει ένας ωραίος επιβλητικός γερανός και θα χαζεύει απ’ έξω τη σπιτική ηρεμία των φτωχών χωρίς να απειλεί πως θα τους ξεριζώνει.
Πρόκειται για το «στεφάνι μας» που γίνεται εναλλακτική θηλιά, ο έρωτας που ασθμαίνει τον καιρό της κρίσης και που αγωνίζεται με νύχια και δόντια να κρατηθεί, να μην πνιγεί μες στην κατήφεια των αδιέξοδων καιρών του. Γι’ αυτό, ίσως, θα τον εξυμνήσει δυσανάλογα, αργότερα, ο ποιητής.
Πρώτα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ύστερα από μερικά χρόνια ο Δημήτρης Μητροπάνος, κι η «Δραπετσώνα» γίνεται η πυρακτωμένη οργή που εκρήγνυται στα χείλη μαζί με εκείνα τα παθιασμένα σταγονίδια σάλιου που βρέχουνε το μικρόφωνο σε μουσική του Θοδωράκη. Έτσι, όπως τα υπολόγιζε και ο ποιητής.
Ο Μπιθικώτσης, πιο λιτός, δωρικός, με το πλεονέκτημα εκείνου που θα ξεστομίσει πανανθρώπινους στίχους, εκκινεί την υπέροχη ιστορία του τραγουδιού για να το πάρει η βαθύτητα του λαρυγγιού του Μητροπάνου και να το εκτοξεύσει. Η κοινωνικοπολιτική διάσταση της ποίησης του Λειβαδίτη έζησε οχτώ μήνες και τον ένατο (ξε)γεννήθηκε από την σπουδαία Μήτρα της τεράστιας φωνής του. Μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι φτωχικό, ποτιζότανε για να γίνει τρανό, πότε με «αίμα» και πότε με «λυγμό», κι όταν μεγάλωσε έγινε ένας γνήσιος, λαϊκός καημός που δεν αντέχει και ξεσπάει το βράδυ όταν γυρίζει σπίτι.
Η ταπεινότητα του Μπιθικώτση δίνει τη σκυτάλη στην εκκωφαντική ερμηνευτική ικανότητα του Μητροπάνου κι ο Λειβαδίτης περνάει στο πάνθεο των ποιητών που αποτυπώνουν ανάγλυφα αριστουργηματικά τον μόχθο. Το «αίμα», η «πέτρα», «ο λυγμός», «το σπιτάκι που είχε ψυχή» είναι το εκφραστικότερο παράπονο που στέκεται εύγλωττα, πολύ εύγλωττα, στα χείλη ενός κατατρεγμένου βιοπαλαιστή που βρίσκει όλη την ετοιμόλογη ισχύ για να χτυπήσει θυμωμένος το χέρι στο τραπέζι, όταν μεθυσμένος, λίγο πιο πριν, παραδεχθεί ότι τελικά κι η «Δραπετσώνα» είναι βαθιά ερωτική. Γιατί εμείς θα ζήσουμε μονάχα αν είμαστε μαζί. Κι ας είμαστε φτωχοί, αυτό δεν μας πειράζει.
της Αφροδίτης Κατσαδούρη από το : www.tetartopress.gr